αδικαίωτος

αδικαίωτος
-η, -ο
αυτός που δε δικαιώθηκε: Το δικαστήριο δεν τον άφησε αδικαίωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδικαίωτος — η, ο [δικαιώνω] αυτός που δεν δικαιώθηκε, που δεν βρήκε το δίκιο του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”